κατσουφιά

κατσουφιά
η
σκυθρωπότητα, κατήφεια, σκοτεινιά: Σήμερα το πρωί ο καθηγητής είναι όλο κατσουφιά.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατσουφιά — η η κατήφεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσουφιάζω, υποχωρητικά] …   Dictionary of Greek

  • ανασταλαγιά — η λεπτή και επίμονη βροχή, ψιλόβροχο που δεν σταματά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανασταλάζω πρβλ. κατσουφιάζω κατσουφιά] …   Dictionary of Greek

  • κατήφεια — η (AM κατήφεια, Α ιων. και επικ. τ. κατηφείη και κατηφίη) [κατηφής] η κατάσταση ή η όψη τού κατηφούς, ακεφιά, δυσθυμία, βαρυθυμία, σκυθρωπότητα, κατσουφιά («διά τούτο έκλινε προς την κατήφειαν και ήτο σιωπηλός», Καλλιγ.) αρχ. θλίψη που προκαλεί… …   Dictionary of Greek

  • κατσουφιάρης — α, ικο [κατσουφιά] ο συνήθως κατσούφης, ο συνεχώς σκυθρωπός …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπότητα — η / σκυθρωπότης, ητος, ΝΑ [σκυθρωπός] η κατάσταση τού σκυθρωπού, έκφραση κακής ψυχικής διάθεσης στο πρόσωπο, σκυθρωπασμός, κατήφεια, κατσουφιά, σκουντούφλιασμα …   Dictionary of Greek

  • αχλή,η — αχλή, η 1. θόλωση της ατμόσφαιρας, ελαφρή ομίχλη, καταχνιά: Μια αχλή τούς εμπόδιζε να δουν μακριά. 2. κατσουφιά στο πρόσωπο, μελαγχολία. Στο πρόσωπό του απλωνόταν μια αχλή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκυθρωπότητα — η κατήφεια, κατσουφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συνοφρύωμα — το, ατος και συνοφρύωση, η σκυθρώπιασμα, κατσουφιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”